наляпать - ορισμός. Τι είναι το наляпать
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι наляпать - ορισμός


наляпать      
НАЛ'ЯПАТЬ, наляпаю, наляпаешь (·прост. ·пренебр. ). ·совер. к ляпать
в 1 ·знач.
НАЛЯПАТЬ      
наляпать      
1. сов. перех. разг.-сниж.
Сделать что-л. наспех, неумело, небрежно.
2. сов. неперех. разг.-сниж.
Оставить на чем-л. следы вязкого, липкого; напачкать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για наляпать
1. Но авторы сериала умудрились уже в ПЕРВОЙ СЕРИИ за свои 1 час 10 минут наляпать ТАКОГО!
2. В них легко залезть пальцами и с наслаждением потом наляпать абстрактные фигуры на листе ватмана.
3. Такое наляпать – ведь это еще уметь надо". – Мне жаль смотреть на актрису Екатерину Волкову, которая со старанием школьницы произносит (на самом деле смешные) фразы.
Τι είναι наляпать - ορισμός